- πασίχαρος
- -η, -οο πολύ χαρούμενος, περιχαρής.[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + -χάρος (< χαίρω), πρβλ. πρόσ-χαρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πασίχαρος — η, ο πολύ χαρούμενος, ολόχαρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερωτόχαρος — η, ο αυτός που δοκίμασε τις χαρές τής αγάπης, που χάρηκε, απόλαυσε τον έρωτα («νιότης ερωτόχαρης», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + χάρος < χαίρω (πρβλ. ολόχαρος, πασίχαρος, περίχαρος κ.ά.)] … Dictionary of Greek